Κάποτε έψαχνε κάποιος αγρότης έναν νταβραντισμένο κόκορα για το κοτέτσι του, με τις 180 κότες. Αγοράζει έναν που έμοιαζε αρχοντικός.
Μόλις μπαίνει στο κοτέτσι και βλέπει 180 κότες, κάνει "κικιρίκου" και... ψοφάει...
Αγοράζει άλλον, που έδειχνε αγέρωχος, μονομάχος κόκορας, με στιλπνό φτέρωμα. Μόλις μπαίνει στο κοτέτσι, κουτουπώνει 2 κότες, κάνει "κικιρίκου" και ψοφάει.
Απελπισμένος ο τύπος ξαναπηγαίνει στον έμπορο και του λέει:
- Ή μου δίνεις έναν άξιο κόκορα, ή θα σου τα κάνω λαμπόγυαλο!!
Του δίνει ο έμπορας έναν κόκορα ξεπουπουλιασμένο και καχεκτικό, ένα πλάσμα στα πρόθυρα να πέσει κάτω.
Μόλις μπαίνει στο κοτέτσι και βλέπει 180 κότες, κάνει "κικιρίκου" και... ψοφάει...
Αγοράζει άλλον, που έδειχνε αγέρωχος, μονομάχος κόκορας, με στιλπνό φτέρωμα. Μόλις μπαίνει στο κοτέτσι, κουτουπώνει 2 κότες, κάνει "κικιρίκου" και ψοφάει.
Απελπισμένος ο τύπος ξαναπηγαίνει στον έμπορο και του λέει:
- Ή μου δίνεις έναν άξιο κόκορα, ή θα σου τα κάνω λαμπόγυαλο!!
Του δίνει ο έμπορας έναν κόκορα ξεπουπουλιασμένο και καχεκτικό, ένα πλάσμα στα πρόθυρα να πέσει κάτω.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου